Nidora

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2014

Φτερά και μύτες















Όχι, δε μιλάμε για πτηνά αλλά για τα σύνεργα γραφής και την εξέλιξή τους. Καλό είναι να τα γνωρίζουμε, ιδίως αφού με αυτά βάζουμε την υπογραφή μας.
«Ο γέγραφα, γέγραφα» λέει σύμφωνα με το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (19.22) ο Πόντιος Πιλάτος. Η έκφραση δεν αφορά την προσωρινή γραφή που χάραζαν οι Ρωμαίοι σε κερωμένες πλάκες, και που μπορούσε να μεταβληθεί, αλλά ένα γραπτό με μελάνι: αυτό θεωρούμε οριστικό και ανεξίτηλο.

Δεν είναι τυχαίο ότι η λέξη firma (που σε διάφορες λατινογενείς γλώσσες σημαίνει «υπογραφή») σημαίνει «σταθερή» και συγγενεύει ακόμη και με το στερέωμα (firmamentum). Είναι αυτό που μένει. Η ανάγκη για την ιδιόχειρη υπογραφή με μελάνι παραμένει ακόμα και στην εποχή των υπολογιστών και των εκτυπωτών. Τα έγγραφα υπογράφονται με μελάνι πάνω σε χαρτί, όμως κάθε επιφάνεια που μπορεί να σημαδευτεί ή να ζωγραφιστεί μπορεί να αποτελέσει υπόστρωμα γραφής που διατηρείται για τους απογόνους μας, είτε αυτό είναι φλοιός δέντρου, μπάλα ποδοσφαίρου ή ένα κομμάτι μάρμαρο.
Αιώνες ζυμωμένοι με μελάνι. Αν και στην Κίνα χρησιμοποιούσαν μελάνι ήδη πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια, για να ζωγραφίζουν με πινέλο, η Δύση στράφηκε αρκετά αργότερα σε καλάμια και φτερά πτηνών. Ο κάλαμος, που ξεκίνησε από την Αίγυπτο, ήταν μια γραφίδα από καλάμι (στα αραβικά qalam) που κοβόταν ώστε να σχηματίσει μύτη.
Όσο για το φτερό, προερχόταν συνήθως από χήνα αλλά και από πάπια, κύκνο, κοράκι κλπ. Από τον 4ο αιώνα υπερίσχυσαν τα φτερά (άλλωστε η «πένα» προέρχεται από το λατινικό penna, που σημαίνει φτερό), η άκρη τους όμως φθειρόταν και ήταν αναγκαίο να ξανασχηματίζεται με μια κοφτερή λάμα. Με τον καιρό εμφανίστηκαν επίσης σκληρότερες πένες από γυαλί ή μέταλλο, ενώ το 1830 μάλιστα γνώρισαν διάδοση οι πένες από ατσάλι.
Για να διευκολύνουν το στέγνωμα της μελάνης, από τον 16ο αιώνα συνήθιζαν να ρίχνουν στο χαρτί σκόνες ή άμμο ή να πιέζουν πάνω του στυπόχαρτο. Αυτός ήταν ο τρόπος γραφής μέχρι και αρκετά μετά από τις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε έφτασε επιτέλους η απελευθέρωση από το μελανοδοχείο.
Το 1856 δόθηκε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την πρώτη πένα με ενσωματωμένη θήκη για μελάνι. Η εξέλιξη στηριζόταν σε σημαντικές εφευρέσεις, όπως το πενάκι ιριδίου εμβαπτισμένο σε χρυσό αλλά και το βουλκανισμένο καουτσούκ. Το 1884 ξεκίνησαν να παράγονται σε ευρεία κλίμακα πένες με μελάνι στο εσωτερικό τους. Λειτουργούσαν σύμφωνα με ένα σύστημα που είχε κατοχυρώσει ο Λούις Γουότερμαν και ξαναγέμιζαν με ένα σταγονόμετρο.


Συλλεκτικά αντικείμενα. Η εταιρία του Γουότερμαν κυριάρχησε στην αγορά ως το 1920. Μέχρι τότε, τόσο η Sheaffer όσο και η Parker είχαν εισαγάγει δικά τους μοντέλα, που γέμιζαν μελάνι με ένα μοχλό και με το πάτημα ενός κουμπιού αντίστοιχα, ενώ το 1929 η Pelikan κατοχύρωσε ένα μοντέλο που γέμιζε με έμβολο. Σήμερα, πολλές πένες παίρνουν ανταλλακτικές αμπούλες μελάνης.
Στα μέσα του περασμένου αιώνα έκαναν την εμφάνισή τους τα στυλό. Ακριβά στην αρχή, κυριάρχησαν βαθμιαία στην αγορά της γραφής. Ο συναγωνισμός οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς από πένες πολυτελείας, όπως αυτές της Montblanc, που θεωρούνται συλλεκτικά καλλιτεχνήματα.
Τα πενάκια έχουν συνήθως αιχμές από ιρίδιο, για να αντέχουν στη διάβρωση.

Τεχνολογία που έγινε τέχνη
Η μύτη είναι το στοιχείο- κλειδί μιας πένας. Μπορεί να είναι από ανοξείδωτο ατσάλι, τιτάνιο ή διάφορα κράματα. Η απόληξή της όμως αποτελείται σχεδόν πάντα από ιρίδιο ή όσμιο- ρουθήνιο, κάτι που την κάνει ιδιαίτερα ανθεκτική στη φθορά. Το σχήμα αυτής της απόληξης, που μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο πλατιά και κομμένη κατά διάφορες γωνίες, παίζει ρόλο στο ίχνος της γραφής. Το πενάκι έχει στη μέση μια μικρή τρύπα, για να περνά αέρας στο χώρο του μελανιού. Έτσι το μελάνι κατεβαίνει ως την άκρη της πένας, όπου το συγκρατεί η ατμοσφαιρική πίεση.

Εύγλωττοι αριθμοί













15 εκατομμύρια στυλό πουλάει καθημερινά η Bic. Το πασίγνωστο μοντέλο Cristal είναι το εμβληματικό προϊόν της πάνω από 50 χρόνια.
0,18 χιλιοστά είναι το μέγεθος της λεπτότερης μύτης των μαρκαδόρων που γράφουν με μελάνη τζελ. Οι μεγαλύτερες του είδους φτάνουν το 1,5 χιλιοστό.
4 χιλιόμετρα μήκος μπορεί να φτάσει το ίχνος ενός στυλό, ανάλογα και με το πλάτος του. Το Bic Cristal με μελάνη τζελ γράφει 510 μέτρα (πλάτος 0,74 χιλιοστά).

Καλαμάρια και σουπιές: τα μελάνια της φύσης
Χαρτί και καλαμάρι λέει η λαϊκή έκφραση. Το καλαμάρι είναι απλά η θήκη όπου έμπαιναν οι κάλαμοι γραφής. Αυτό έδωσε και το όνομά του στο δημοφιλέστερο κεφαλόποδο, το θαλασσινό καλαμάρι: όχι μόνο το σχήμα του θυμίζει το ίδιο σύνεργο γραφής, μα κουβαλά και έναν ασκό μελανίνης, που αποτελεί ένα είδος φυσικού μελανοδοχείου. Το μελάνι του, όπως και της σουπιάς, έχουν χρησιμοποιηθεί ανά τους αιώνες ως βάση διάφορων ουσιών για γραφή και ζωγραφική.

Το μπαλάκι που έφερε επανάσταση
Λέγεται ότι η ιδέα του στυλό διαρκείας ήρθε στον Ούγγρο Λάζλο Γιόζεφ Μπιρό, καθώς κοιτούσε παιδιά που έπαιζαν βόλους. Η έμπνευση άστραψε, όταν πρόσεξε πως ένας βόλος άφησε το ίχνος του, αφού διέσχισε μία λακκούβα με νερό. Την κατοχύρωσε το 1938 και, πέντε χρόνια αργότερα, μεταφέρθηκε στο Μπουένος Άιρες, όπου ξεκίνησε να πουλά την Esferografica Birome.
Βιομηχανία. Το 1951 ο Γάλλος βιομήχανος Μαρσέλ Μπικ (Bich) αγόρασε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, απλοποίησε το στυλό και το πούλησε σε μεγάλες ποσότητες με το όνομα BiC. Στο στυλό, ένα σωληνάριο με παχύρρευστο μελάνι επικοινωνεί με μία μικρή μεταλλική μπάλα, που βρίσκεται στην άκρη του. Καθώς το στυλό κινείται πάνω στο χαρτί, η μπάλα κυλάει και αφήνει το μελάνι που υπάρχει πάνω της. Αυτό το σφαιρίδιο είναι φτιαγμένο από μία ένωση βολφραμίου και άνθρακα και η επιφάνειά του, στο μικροσκόπιο, μοιάζει με μπαλάκι του γκολφ.


Το 1963 έκαναν την εμφάνισή τους οι μαρκαδόροι, με μύτη από τσόχα, ακρυλικές ίνες, νάιλον ή πολυεστέρα. Το 1981 κυκλοφόρησε ο πρώτος με κεραμική μύτη, που γράφει ανεξίτηλα σε κάθε είδους επιφάνεια.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 άρχισε να χρησιμοποιείται η μελάνη τζελ, φτιαγμένη από ενώσεις σιδήρου και χαλκού μέσα σε μια αραιή γέλη από βιοπολυμερή και ακρυλικές πυκνωτικές ουσίες. Την ίδια εποχή εμφανίστηκαν και οι φωσφορίζοντες μαρκαδόροι υπογράμμισης.

Ιστορίες για το υγρό που χρωματίζει
Εδώ και 5.000 χρόνια, χρησιμοποιούσαν στην Κίνα ένα μαύρο μελάνι βασισμένο στην αιθάλη, το ξίδι και τη ζελατίνη. Για να του δώσουν κι άλλα χρώματα, χρησιμοποιούσαν διάφορα μούρα, φυτά και ορυκτά. Στη Μέση Ανατολή έφτιαχναν επίσης μια χρωστική ουσία από φυτά και τριμμένο γραφίτη. Οι Ιουδαίοι, για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν το υγρό που προέκυπτε όταν διέλυαν σε νερό ένα μείγμα αιθάλης και ρητίνης.
Στο κόκκινο. Στη Φυσική Ιστορία του, ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει ότι η χρωστική γινόταν με αιθάλη, ρητίνη, υπολείμματα σταφυλιών ή μελάνι σουπιάς, που αναμειγνύονταν με αραβικό κόμμι. Η κόκκινη μελάνη, από terra rubric (δηλαδή κόκκινο- ruber- χρώμα) προοριζόταν για τις rubricae, δηλαδή τίτλους, αρχικά και γενικά ό,τι ήθελε να τονίσει κανείς. Στο Βυζάντιο, βασικό μελάνι ήταν το γραφικό μέλαν (μαύρο) ή μελάνιον. Ειδικά «ερυθρά» χρώματα στα αυτοκρατορικά βιβλιογραφικά εργαστήρια ήταν το πορφυρό και το κιννάβαρι. Ο αυτοκράτορας υπέγραφε με κόκκινο. Κανείς άλλος δεν είχε τέτοιο δικαίωμα.

Πηγή: focus magazine

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου