Ο Κλωντ Ντεμπυσσύ (22 Αυγούστου 1862 – 25 Μαρτίου 1918, πλήρες όνομα: Claude-Achille Debussy, /klod aʃil dəbysi/) ήταν Γάλλος συνθέτης. Θεωρείται ο κύριος εκπρόσωπος του κινήματος του μουσικού ιμπρεσιονισμού, αν και ο ίδιος δεν αποδεχόταν τον χαρακτηρισμό αυτό. Ο Ντεμπυσσύ δεν είναι μόνο ένας από τους γνωστότερους Γάλλους συνθέτες, αλλά και μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της δυτικής μουσικής, σηματοδοτώντας το πέρασμα από την ρομαντική εποχή στη μοντέρνα μουσική του 20ού αιώνα.
Παιδική ηλικία
Ο Κλωντ Ντεμπυσσύ ήταν ο πρωτότοκος γιος του Μανυέλ-Ασίλ Ντεμπυσσύ και της Βικτορίν Μανουρί. Γεννήθηκε το 1862 στο Σεν Ζερμέν αν Λε, κοντά στο Παρίσι, όπου ο πατέρας του διατηρούσε μικρό κατάστημα με κεραμικά και πορσελάνινα είδη.
Βαφτίστηκε σε ηλικία δύο ετών – ασυνήθιστα αργά για την εποχή – με νονούς την θεία του Κλεμεντίν ντε Μπυσύ[1] και τον φιλότεχνο τραπεζίτη Αχιλλέα Αρόζα. Η θεία του, γνωστή και με το ψευδώνυμο «Οκταβί ντε λα Φερονιέρ», είχε εκείνη την εποχή σχέση με τον Αρόζα, ενώ αργότερα χώρισε και παντρεύτηκε τον Αλφρέντ Ρουστάν (συχνά αναφέρεται στη βιβλιογραφία και ως «μαντάμ Ρουστάν»). Επειδή είχε αναλάβει εν πολλοίς την ανατροφή του μικρού Κλωντ, έχουν διατυπωθεί υπόνοιες ότι ήταν η πραγματική του μητέρα και ότι πραγματικός του πατέρας ήταν ο Αρόζα, αν και οι περισσότεροι βιογράφοι του Ντεμπυσσύ αναφέρουν τέτοιες πληροφορίες ως αβάσιμες.
To 1865 η οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει στο Παρίσι, λόγω οικονομικών δυσχερειών. Εκεί, ο Μανυέλ Ντεμπυσσύ εργαζόταν σε διάφορες δουλειές, από πλανόδιος πωλητής μέχρι λογιστής, ενώ το 1871 συμμετείχε στην εθνοφρουρά της Παρισινής Κομμούνας, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για ένα χρόνο στο Σατορί μετά την βίαιη καταστολή της.
Η μουσική φαίνεται ότι δεν είχε κάποια ιδιαίτερη θέση στο σπίτι της οικογένειας Ντεμπυσσύ, αν και ο πατέρας του μικρού Κλωντ αγαπούσε την οπερέτα και τον είχε πάει σε κάποιες παραστάσεις. Ο Ντεμπυσσύ δεν πήγε στο σχολείο, αλλά εκπαιδεύτηκε κατ’ οίκον στην ανάγνωση, τη γραφή και την αριθμητική από τη μητέρα του, η οποία ήταν αρκετά αυστηρή και αυταρχική. Πιθανώς λόγω των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειας και της φυλάκισης του πατέρα, ο Ντεμπυσσύ περνούσε αρκετούς μήνες το χρόνο με τη θεία του ή το νονό του στις Κάννες, συχνά μαζί με την μικρότερη αδελφή του Αντέλ. Εκεί ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με το πιάνο και έκανε τα πρώτα του μαθήματα με τον βιολονίστα Jean Cerutti και λίγο αργότερα με την «Μαντάμ Μωτέ ντε Φλερβίλ» (ψευδώνυμο) [3], η οποία ήταν πεθερά του Πωλ Βερλαίν και ισχυριζόταν ότι ήταν μαθήτρια του Σοπέν. Αυτή είδε το ταλέντο του και ανέλαβε την προετοιμασία του για την εισαγωγή του στο Κονσερβατουάρ[4] του Παρισιού, με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών του.
Μουσικές σπουδές και πρώτα έργα
Στο Κονσερβατουάρ
Ο Ντεμπυσσύ εισήχθη πράγματι στο Κονσερβατουάρ το 1872, όπου και σπούδασε μέχρι το 1884. Ανάμεσα στους καθηγητές του ήταν οι: Αλμπέρ Λαβινιάκ (σολφέζ), Αντουάν Μαρμοντέλ (πιάνο), Εμίλ Ντυράν (Αρμονία), ενώ διδάχθηκε ανώτερα θεωρητικά και Σύνθεση με τον Ερνέστ Γκιρώ και άλλους. Το ιδιαίτερο ταλέντο του και η επαναστατικότητά του ενάντια στους ωδειακούς κανόνες αντιμετωπίστηκε ποικιλοτρόπως από τους καθηγητές. Από κάποιους ενθαρρύνθηκε, ενώ από άλλους θεωρήθηκε ως ένδειξη αδυναμίας ή και αυθάδειας, με αποτέλεσμα να του στερηθούν αρκετές διακρίσεις σε κάποια μαθήματα. Παρόλ’ αυτά, κατάφερε να αποσπάσει το δεύτερο και το πρώτο βραβείο σε δύο διαγωνισμούς πιάνου του Ωδείου που έγιναν το 1874 και το 1875 αντίστοιχα. Όμως, οι επιτυχίες του αυτές δεν συνεχίστηκαν, ούτε θεωρούνταν ικανοποιητικές για το ανταγωνιστικό κλίμα του Κονσερβατουάρ. Αυτό λειτούργησε τελικά προς όφελος του Ντεμπυσσύ, που συνειδητοποίησε ότι δεν ενδιαφερόταν να γίνει δεξιοτέχνης πιανίστας, αλλά συνθέτης.
Για τη συνέχεια των σπουδών του στη σύνθεση, έπρεπε να έχει τουλάχιστον μία διάκριση με 1ο βραβείο σε ένα από τα προαπαιτούμενα μαθήματα. Ο Ντυράν, καθηγητής του στην Αρμονία, τον θεωρούσε αδύναμο και απροσάρμοστο και του στέρησε το σχετικό βραβείο. Τη διάκριση όμως την απέσπασε ο Ντεμπυσσύ από τα μαθήματα της συνοδείας με πιάνο, και της «πρακτικής αρμονίας» (prima vista), όπου είχε την δυνατότητα να επιδείξει το ταλέντο του στον αυτοσχεδιασμό. Συνεχίζοντας τις σπουδές του στη Σύνθεση, απέφυγε συστηματικά τον Ζυλ Μασνέ, καθηγητή-«σταρ» του Κονσερβατουάρ και γνωστό συνθέτη της γαλλικής όπερας, προτιμώντας την τάξη του Ερνέστ Γκιρώ, που ήταν αρκετά ανεκτικός και έβλεπε με συμπάθεια το ιδιαίτερο ταλέντο και τις πρωτοποριακές ιδέες του Ντεμπυσσύ.
Στη Βίλα των Μεδίκων
Το 1883, ο Ντεμπυσσύ έλαβε μέρος στον διαγωνισμό για το Βραβείο της Ρώμης (“Prix de Rome”) της γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών, που για τον τομέα της σύνθεσης είχε ως έπαθλο υποτροφία τριετούς φοίτησης στη Βίλα των Μεδίκων στη Ρώμη, ύψιστη διάκριση για έναν φιλόδοξο συνθέτη εκείνη την εποχή. Η κριτική επιτροπή απένειμε εκείνη τη χρονιά το πρώτο βραβείο στον Πωλ Βιντάλ, μαθητή του Μασνέ, ενώ ο Ντεμπυσσύ πήρε το δεύτερο βραβείο[5]. Παρόλ’ αυτά, έλαβε πάλι μέρος την επόμενη χρονιά (1884), καταθέτοντας την καντάτα L’enfant prodigue (Ο άσωτος υιός) και πήρε την υποτροφία.
Η διαμονή στη Βίλα των Μεδίκων ήταν ένα βασανιστήριο για τον Ντεμπυσσύ. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν άθλιες και οι υπερβολικές απαιτήσεις τον έκαναν να νιώθει καταπιεσμένος, αποκομμένος από την πραγματική ζωή, ενώ δεν μπορούσε να βρει σημεία επαφής με τους υπόλοιπους συμφοιτητές του, ούτε είχε διάθεση να συνθέσει. Έπρεπε όμως να στείλει κάποια έργα στο Κονσερβατουάρ, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η πρόοδός του. Ανάμεσα σε αυτά ήταν η συμφωνική ωδή Zuleima (σε κείμενο του Χάινριχ Χάινε), το ορχηστρικό κομμάτι Printemps και η καντάτα La Damoiselle élue. Χαρακτηριστικό είναι ότι η επιτροπή του Κονσερβατουάρ έκρινε το πρώτο από αυτά ως παράξενο, ακατανόητο και ακατάλληλο για εκτέλεση.
Ο Ντεμπυσσύ, βλέποντάς τη διαμονή του στη Βίλα των Μεδίκων ως εξορία, διέκοψε προσωρινά την φοίτησή του το 1886, επιστρέφοντας στο Παρίσι, ενώ ενδεικτικό είναι ότι αρνήθηκε να παραβρεθεί στην τελετή αποφοίτησης το 1889, αποκόπτοντας οριστικά τους δεσμούς του με την Ακαδημία το 1890.
Γνωριμίες και επιρροές
Σημαντικότερες για την μουσική εξέλιξη του Ντεμπυσσύ φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο οι εγκύκλιες σπουδές του στο Κονσερβατουάρ και στη Βίλα των Μεδίκων, όσο οι γνωριμίες του με σημαντικά πρόσωπα των Τεχνών, με τα έργα σημαντικών συνθετών της εποχής αλλά και με την μουσική της Αναγέννησης, καθώς και με εξωευρωπαϊκούς μουσικούς πολιτισμούς.
Όταν ο Ντεμπυσσύ ήταν ακόμα μαθητής στο Κονσερβατουάρ, την περίοδο 1880-2, με σύσταση του Γκιρώ είχε προσληφθεί από την βαρώνη Ναντιέζντα φον Μεκ – ηγερία του Τσαϊκόφσκι – ως πιανίστας και καθηγητής μουσικής για τα παιδιά της και την ίδια. Μαζί της ταξίδεψε σε διάφορες ευρωπαϊκές μεγάλες πόλεις, αλλά και στη Ρωσία, όπου ήρθε σε επαφή με τον Τσαϊκόφσκι, καθώς και με μέλη της «Ομάδας των Πέντε» [6]. Η γνωριμία του με την ρωσική μουσική, ειδικά με το έργο του Μοντέστ Μουσόργκσκι έμελλε να παίξει σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα συνθετική του εξέλιξή, συμβάλλοντας ανάμεσα στα άλλα και στον περιορισμό της επίδρασης του Ρίχαρντ Βάγκνερ, η οποία ήταν εμφανής ιδιαίτερα στα πρώτα του έργα. Το 1886 γνωρίζει μεταξύ άλλων τον Φραντς Λιστ, τον Τζουζέπε Βέρντι και τον Ρουτζέρο Λεονκαβάλο.
Μετά την επιστροφή του από τη Ρώμη, αποφασίζει να ζήσει ως μποέμ, κερδίζοντας τα προς το ζην ως συνοδός πιανίστας, ενορχηστρωτής και μουσικοκριτικός, ενώ παράλληλα συνέθετε για πρώτη φορά απελευθερωμένος από τους ακαδημαϊκούς κανόνες. Την εποχή αυτή εντάχθηκε στον κύκλο του συμβολιστή ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ, από το ποίημα του οποίου L'après-midi d'un fauneεμπνεύστηκε ένα από τα σημαντικότερα ορχηστρικά του έργα, το Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου[7]. Τα χρόνια αυτά γνωρίζει επίσης προσωπικότητες όπως οι ζωγράφοι Εντουάρ Μανέ, Εντγκάρ Ντεγκά, Τζαίημς Μακνίλ Γουίσλερ, οι ποιητές και λογοτέχνες Πωλ Βερλαίν[8], Πωλ Βαλερί, Όσκαρ Ουάιλντ και οι συνθέτες Ερίκ Σατί, Ερνέστ Σωσόν, Πωλ Ντυκάς και Μωρίς Ραβέλ. Παρά το γεγονός ότι ο Ντεμπυσσύ και ο κατά δέκα χρόνια νεότερός του Ραβέλ μοιράζονται τον χαρακτηρισμό του «ιμπρεσιονιστή» και τα ονόματά τους αναφέρονται συχνά μαζί, οι δύο άντρες δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερες φιλικές σχέσεις, αλλά κυρίως επαγγελματικές. Το 1901 περίπου, ο Ντεμπυσσύ γνώρισε επίσης το νέο τότε συνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι, με τον οποίο συναντιόταν έκτοτε συχνά και συζητούσαν θέματα σχετικά με τη σύνθεση και τις τεχνικές.
Είναι επίσης γνωστό ότι ο Ντεμπυσσύ είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από την τέχνη ανατολικών πολιτισμών και ήταν μανιώδης συλλέκτης έργων τέχνης από την Άπω Ανατολή. Στην διεθνή έκθεση του Παρισιού του 1899 άκουσε για πρώτη φορά μουσική από την Ινδονησία και εντυπωσιάστηκε από τις ορχήστρες γκαμελάν της Ιάβας. Πολλοί μελετητές του έργου του ισχυρίζονται ότι η μουσική αυτή επηρέασε σημαντικά το έργο του, όχι όμως με άμεσες αναφορές[9].
Ώριμο έργο και τελευταία χρόνια
Η δεκαετία του 1890 εγκαινιάζει μια νέα περίοδο για τον Ντεμπυσσύ αλλά και για την ιστορία της μουσικής. Με το Κουαρτέτο εγχόρδων του σε Σολ ελάσσονα (1893) και κυρίως το Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου (1894) εισέρχεται σε μία καινούρια δημιουργική φάση, εισάγοντας ταυτόχρονα καινοτομίες όσον αφορά την αρμονία, τις κλίμακες, τις μορφές και την ενορχήστρωση, ενώ με επόμενες συνθέσεις του όπως τα Νυχτερινά (Nocturnes, 1999), Η Θάλασσα (La Mer, 1905) οι Εικόνες (Images, 1909) και οι δύο τόμοι με τα 24 Πρελούδια για πιάνο (1910-13), που αποτελούν μια επιτομή των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της συνθετικής του προσέγγισης, συνέχισε να αμφισβητεί τις αρχές του παραδεδομένου τονικού μουσικού συστήματος, στο οποίο βασιζόταν η δυτική μουσική από το 1600 περίπου και εξής. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει τους περισσότερους ιστορικούς της μουσικής του 20ού αιώνα να αναφέρουν τον Ντεμπυσσύ και την ημερομηνία της πρώτης εκτέλεσης του Πρελουδίου στο απομεσήμερο ενός φαύνου (1894) ως εναλλακτική πρόταση για την χρονολόγηση της αρχής της μουσικής του 20ού αιώνα, μαζί με τα πρώτα ατονικά έργα του Άρνολντ Σένμπεργκ (1909) και την πρεμιέρα της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης του Ιγκόρ Στραβίνσκι (1913).
Προσωπική ζωή και τελευταία χρόνια
Η ενήλικη προσωπική ζωή του Ντεμπυσσύ ήταν ταραχώδης και η διαλεύκανση κάποιων συγχύσεων δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά για τους βιογράφους του. Έχοντας προηγηθεί μία θυελλώδης σχέση με την Γκαμπριέλ Ντυπόν, το 1899 παντρεύεται την Ροζαλί Τεξιέ. Τέσσερα χρόνια αργότερα γνωρίζει την Έμα Μπαρνάκ, ερωμένη του συνθέτη Γκαμπριέλ Φωρέ, και συνάπτει μαζί της σχέσεις, οδηγούμενος σε ρήξη με την σύζυγό του. Αποτέλεσμα της ρήξης αυτής ήταν μια απόπειρα αυτοκτονίας της τελευταίας[12]. Ο Ντεμπυσσύ είχε ήδη αποκτήσει αρκετή φήμη και το γεγονός αυτό προκάλεσε σκάνδαλο, ενώ ακόμα και οι στενοί του φίλοι τον κατέκριναν για την συμπεριφορά του. Παρόλ’ αυτά, πήρε διαζύγιο και το 1908 παντρεύτηκε την Έμα Μπαρντάκ, με την οποία είχε ήδη αποκτήσει μία κόρη (το 1905), την Κλωντ-Έμα Ντεμπυσσύ. Στην κόρη του είναι αφιερωμένη και η γνωστή σουίτα για πιάνο Children’s Corner.
Το 1909 μαθαίνει ότι έχει καρκίνο και ακολουθεί διάφορες θεραπείες που δεν έχουν αποτελέσματα, ενώ του χορηγείται συστηματικά μορφίνη για να υπομένει τον πόνο. Στα χρόνια που ακολουθούν συνεργάζεται με τα ρώσικα μπαλέτα του μαικήνα Ντιαγκίλεφ και ο Βάσλαβ Νιζίνσκι αναλαμβάνει να χορογραφήσει κάποια έργα του, ανάμεσα στα οποία και το Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός φαύνου. Για τον Ντιαγκίλεφ γράφει το 1915 και το μπαλέτο Jeux (Παιχνίδια), ένα από τα σημαντικότερα και πιο πρωτοποριακά έργα των τελευταίων του χρόνων.
Την ίδια χρονιά χειρουργείται αλλά δεν υπάρχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα. Το 1917 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε συναυλία και την επόμενη χρονιά, στις 25 Μαρτίου, υποκύπτει στην αρρώστια του, σε ηλικία 55 χρόνων. Η κηδεία του έγινε σε ζοφερό κλίμα λόγω του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου που μαινόταν ακόμα στην Ευρώπη και εν μέσω βομβαρδισμών του Παρισιού από τους Γερμανούς. Ένα χρόνο αργότερα, πέθανε και η κόρη του από διφθερίτιδα, σε ηλικία 14 ετών. Ο τάφος του βρίσκεται στο νεκροταφείο του Passy στο Παρίσι.
Πηγή: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%BB%CF%89%CE%BD%CF%84_%CE%9D%CF%84%CE%B5%CE%BC%CF%80%CF%85%CF%83%CF%83%CF%8D
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου